- δρακοντοφωλιά
- ηη φωλιά τού δράκου, η σπηλιά στην οποία κατοικεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δρακότρυπα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 466 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στις βόρειες πλαγιές της κορυφής Καραβούλας της νότιας Πίνδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουζακίου. Έως το 1928 ονομαζόταν Σκλάταινα. * * * η δρακοντοφωλιά … Dictionary of Greek